- χαραματιά
- η, Νβλ. χαραγματιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαραματιά — η βλ. χαραγματιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαραγματιά — και χαραματιά, η, Ν το αποτέλεσμα τού χαράζω («έκανε μια χαραγματιά πάνω στο ξύλο με το μαχαίρι») 2. σημάδι, ίχνος χάραξης, χαρακιά («έχει χαραγματιές η πόρτα από τα νύχια τού σκύλου») 3. (μόνον στον τ. χαραματιά) χαραμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάραγμα… … Dictionary of Greek
αποχάραξη — η (Α ἀποχαράξις) χαραματιά, εντομή αρχ. αμυχή, γρατζουνιά … Dictionary of Greek
εγχάραγμα — το (AM ἐγχάραγμα) νεοελλ. εντομή, χαραματιά αρχ. (για έδαφος) κοίλωμα, χαράδρα … Dictionary of Greek
ραγάδα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / ῥαγάς, άδος, ΝΜΑ 1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά 2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή τού… … Dictionary of Greek
άνοιγμα — το, ατος 1. το να ανοίξουμε κάτι: Με το άνοιγμα του μπουκαλιού χύθηκε λίγο κρασί. 2. σχισμή, χαραματιά: Έβλεπε από το άνοιγμα της πόρτας. 3. μτφ., έναρξη: Με το άνοιγμα των σχολείων λογαριάζουμε ν αλλάξουμε σπίτι. 4. σπάσιμο αγγείου ή ιστού: Αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαραγματιά — χαραγματιά, η και χαραματιά, η 1. χάραγμα. 2. ίχνος χάραξης πάνω σε μια επιφάνεια. 3. χαραμάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)